- βραχυβιότης
- βραχυβιότηςshortness of lifefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βραχυβιότητα — βραχυβιότης shortness of life fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυβιότητας — βραχυβιότης shortness of life fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυβιότητος — βραχυβιότης shortness of life fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυβιότητα — η (AM βραχυβιότης) μικρή διάρκεια ζωής, ολιγοζωία … Dictionary of Greek